γλωσσάρι

γλωσσάρι
Συλλογή από λέξεις ιδιωματικές ή λέξεις από ένα ειδικό τεχνικό ή επιστημονικό κλάδο που περιέχονται σε ένα κείμενο ή σύγγραμμα με την ερμηνεία τους· π.χ. Κρητικό γ., ιατρικό γ. και σύντομο λεξικό (όπως ελληνοϊταλικό γ. κ.ά.). Η λέξη πιθανώς σχηματίστηκε από τη λέξη γλώσσα με την αρχαιοελληνική σημασία της (που σημαίνει ιδιωματική λέξη) και τη λατινική κατάληξη -arium, αναλογικά προς τη λέξη dictionarium.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσάρι(ο) — το σύντομος κατάλογος με άγνωστες ή ιδιωματικές λέξεις ή όρους: Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι(ο) με τις ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Corfou — Pour les articles homonymes, voir Corfou (homonymie). Corfou Κέρκυρα (el) …   Wikipédia en Français

  • Corfu — Corfou Description Ensemble géographique : Îles Ioniennes Région administrative : Îles Ioniennes Capitale : Corfou (ville) Superficie : 641 km² …   Wikipédia en Français

  • Île de Corfou — Corfou Description Ensemble géographique : Îles Ioniennes Région administrative : Îles Ioniennes Capitale : Corfou (ville) Superficie : 641 km² …   Wikipédia en Français

  • Карузос, Христос — Христос Карузос греч. Χρήστος Καρούζος Дата рождения: 14 января 1900(1900 01 14) Место рожден …   Википедия

  • γλωσσάριο — και γλωσσάρι, το (AM γλωσσάριον) [γλώσσα] μικρή γλώσσα νεοελλ. 1. συλλογή και ερμηνεία λέξεων ιδιωματικών, σπάνιων ή ειδικού τεχνικού ή επιστημονικού κλάδου 2. σύντομο λεξικό …   Dictionary of Greek

  • Λαόνικος — (15ος αι.). Λόγιος μοναχός από την Κρήτη. Έζησε στη Βενετία και επιμελήθηκε την έκδοση της Βατραχομυομαχίας (1486), με πολλές σημειώσεις και γλωσσάρι. Το βιβλίο αυτό είναι ένα από τα πρώτα ελληνικά βιβλία που τυπώθηκαν στη Βενετία …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρτ, Χάινριχ — (Heirich Barth, 1821 – 1865). Γερμανός εξερευνητής και γεωγράφος. Το πρώτο του ταξίδι περιελμάμβανε το Μαρόκο, Τύνιδα, Αλγέρι, Τριπολίτιδα, Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία. Στο δεύτερο ταξίδι του, μαζί με τον εξερευνητή Ρίτσαρντον,… …   Dictionary of Greek

  • λεξιλόγιο — το 1. το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας: Στο ελληνικό λεξιλόγιο έχουν εισχωρήσει πολλές ξένες λέξεις. 2. το σύνολο των ειδικών όρων μιας επιστήμης: Το λεξιλόγιο της πληροφορικής. 3. μικρό λεξικό στο τέλος ενός βιβλίου που επεξηγεί τις άγνωστες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”